-
1 πρόσθιος
πρόσθιος, der vordere, vorn; οἱ πρόσϑιοι πόδες, die Vorderfüße, Her. 2, 69, wie κῶλα, Plat. Tim. 91 e; βάσιν χερσὶ προσϑίαν καϑαρμόσας, Eur. Rhes. 210; auch πρόσϑια τραύματα, vulnera adversa, Bass. 7 (IX, 279).
-
2 πρόσθιος
πρόσθιος, der vordere, vorn; οἱ πρόσϑιοι πόδες, die Vorderfüße; πρόσϑια τραύματα, vulnera adversa
См. также в других словарях:
πρόσθιος — α, ο / πρόσθιος, ία, ον, ΝΑ εμπρόσθιος, μπροστινός (α. «η πρόσθια όψη» β. «oἱ πρόσθιοι πόδες», Ηρόδ. γ. «οἱ πρόσθιοι ὀδόντες», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πρόσθιο ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που βρίσκεται μεταξύ τών μέσων κοπτήρων στο… … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek